-
1 ἔκδοτος
ἔκ-δοτος, ον,A given up, delivered, esp. betrayed, , cf. Isoc.4.122 ;τὴν Βοιωτίαν Θηβαίοις Aeschin.3.142
;ἱκέτην ἔ. διδόναι D.23.85
, etc. ;τοῖς πολεμίοις παραδιδόναι Lycurg.85
;οὔτε σοὶ οὔτε ἄλλῃ οὐδεμιᾷ περιστάσει δώσομεν ἑαυτοὺς ἐ. Metrod.Fr.49
;λαβών τινα ἔ. ὑπὸ τοῦ ὕπνον J.AJ6.13.9
;ἔκδοτος ἄγεσθαι Hdt.6.85
; γίγνεσθαι ibid., E. Ion 1251 ;ἔ. διὰ χειρὸς ἀνόμων Act.Ap.2.23
: metaph., παρέχειν ἑαυτὴν ἔ. τινι to give herself entirely up to him, Luc.DDeor.20.13 ;ἔ. σεαυτὴν τῷ ποταμῷ ἐᾶσαι Porph. Marc.5
;[χώρα] ἔ. τῷ κακῷ Id.Chr.49
;πρὸς ὕβριν ἔ. Iamb.Protr. 2
.II given in marriage, PMasp.5.10 (vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔκδοτος
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский